Phishing, καταδίκη τράπεζας σε αποζημίωση

Phishing, Διαδικτυακή απάτη με τραπεζικό λογαριασμό, Καταδίκη της τράπεζας να αποζημιώσει τον δικαιούχο του λογαριασμού, απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το σύνολο του ποσού

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 13294 / 2025 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Αθανασίου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, και την γραμματέα Σταματίνα Γιοβρή. 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 29 Ιανουαρίου 2025, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ΔΓ του ..., κατοίκου ... Αττικής, οδός .. αρ. ..., με ΑΦΜ ..., ο οποίος, δυνάμει της από ... εξουσιοδότησης, διόρισε πληρεξούσια δικηγόρο του την Έλενα Σπυροπούλου (ΑΜ ΔΣΑ 24208), η οποία κατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... ΤΡΑΠΕΖΑ ...» και τον διακριτικό τίτλο «... ...», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ... αρ. ..., με ΑΦΜ ..., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία, δυνάμει των υπ’ αρ. .... πληρεξουσίων της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., διόρισε πληρεξούσια δικηγόρο της την ... (ΑΜ ΔΣΑ ...), η οποία κατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε. 

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από ...-...-2023 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του τότε Ειρηνοδικείου Αθηνών και ήδη Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης .../.../...-9-2023, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της υπ’ αρ. .../2024 Πράξης του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, οπότε και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους. 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Κατά το άρθρ. 830 ΑΚ, η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί, σχετικά όμως με το χρόνο και τον τόπο της απόδοσης ισχύουν, σε περίπτωση αμφιβολίας, οι διατάξεις για την παρακαταθήκη, η οποία στην περίπτωση αυτή χαρακτηρίζεται ως ανώμαλη παρακαταθήκη. Έτσι και η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα, που κύριο σκοπό έχει την ασφαλή φύλαξη των χρημάτων του καταθέτη, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, αφού η τράπεζα έχει την εξουσία χρησιμοποίησης των χρημάτων του καταθέτη και συνεπώς κατά το άρθρο 830 ΑΚ έχουν σ’ αυτή εφαρμογή οι διατάξεις τόσο του άρθρου 806 ΑΚ, με βάση το οποίο η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατεθέντων σ’ αυτή χρημάτων, όσο και του άρθρου 827 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίσθηκε για τη φύλαξή του (ΑΠ 1220/2014, 2229/2013). 

Η άρνηση της τράπεζας να αποδώσει στον καταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσής του συνιστά κατά βάση αθέτηση σύμβασης από μέρους της τράπεζας, δηλαδή ακόμη και αν το ποσό αυτό αφαιρέθηκε από τρίτο με αξιόποινη πράξη, αφού η αδικοπραξία στην περίπτωση αυτή γίνεται σε βάρος της τράπεζας από τον τρίτο και όχι από την τράπεζα σε βάρος του καταθέτη (ΑΠ 929/2009, 1122/2005, 830/2003), και επομένως η τράπεζα ευθύνεται προς απόδοση του κατατεθέντος από τον πελάτης της ποσού. Η ανωτέρω κρίση δεν προσκρούει στις διατάξεις του νόμου 4537/2018, που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, αντίθετα ερείδεται και στις διατάξεις του νόμου αυτού. 

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 71 § 1 του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι «Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποκαθιστά μία μη εγκεκριμένη ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, μόνο αν ο τελευταίος ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μόλις αντιληφθεί οποιαδήποτε τέτοια πράξη πληρωμής που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, περιλαμβανομένης εκείνης του άρθρου 88, και το αργότερο μέσα σε χρονικό διάστημα δεκατριών (13) μηνών από την ημερομηνία χρέωσης. Η ανωτέρω προθεσμία δεν ισχύει όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν χορήγησε ούτε κατέστησε διαθέσιμες τις πληροφορίες για τη συγκεκριμένη πράξη πληρωμής, σύμφωνα με τα άρθρα 38 έως 60», ενώ το άρθρο 72 § 1 του ιδίου νόμου ορίζει ότι «Αν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής ή ισχυρίζεται ότι η πράξη πληρωμής δεν εκτελέσθηκε ορθά, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών οφείλει να αποδείξει ότι έχει ταυτοποιηθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι η πράξη πληρωμής έχει καταγραφεί με ακρίβεια, έχει καταχωριστεί στους λογαριασμούς πληρωμών και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία της υπηρεσίας που παρέχεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών. Αν η εκκίνηση της πράξης πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο τελευταίος φέρει το βάρος να αποδείξει ότι, μέσα στο πεδίο αρμοδιότητάς του, έχει ταυτοποιηθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής, έχει καταγραφεί με ακρίβεια και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με την υπηρεσία πληρωμών με την οποία έχει επιφορτισθεί» ενώ η § 2 του ιδίου άρθρου ορίζει ότι «Αν ένας χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής, η χρήση ενός μέσου πληρωμών που έχει καταγραφεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένου του παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής ανάλογα με την περίπτωσης, δεν αποτελεί αναγκαστικά, από μόνη της επαρκή απόδειξη ότι ο πληρωτής είχε εγκρίνει την πράξη πληρωμής ή ότι είχε ενεργήσει με δόλο ή δεν είχε εκπληρώσει από πρόθεση ή βαριά αμέλεια μία ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις του άρθρου 69. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, πρέπει να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη απάτης ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.» 

Τέλος, η διάταξη του άρθρου 73 § 1 ορίζει ότι «Με την επιφύλαξη του άρθρου 71, σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, ύστερα από διαπίστωση ή ειδοποίηση, επιστρέφει αμέσως και σε κάθε περίπτωση το αργότερο έως το τέλος της επόμενης εργασίμης ημέρας στον πληρωτή το χρηματικό ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, εκτός αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή έχει βάσιμες υπόνοιες ότι έχει διαπραχθεί απάτη και κοινοποιεί γραπτώς τους λόγους αυτούς στη ΓΓΕΠΙΚ. Αν συντρέχει περίπτωση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην πρότερη κατάσταση και διασφαλίζει ότι η ημερομηνία αξίας για την πίστωση λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη του χρονικού σημείου χρέωσης αυτού του λογαριασμού πληρωμών με το χρηματικό ποσό της πράξης πληρωμής». 

Ως εκ τούτου, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, σε περίπτωση μεταφοράς κεφαλαίου από μη δικαιούχο πρόσωπο λόγω απώλειας (στην έννοια αυτή εντάσσεται η απάτη), κλοπής ή υπεξαίρεσης του μέσου πληρωμών, ο πελάτης της Τράπεζας (πληρωτής) δεν δύναται να διεκδικήσει από την Τράπεζα το επίδικο χρηματικό ποσό μόνο στην περίπτωση που έχει ενεργήσει με δόλο ως προς την μεταφορά αυτή (ήτοι υφίσταται συμπαιγνία μεταξύ του πληρωτή και του φερόμενου τρίτου) και στην περίπτωση που δεν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις του άρθρου 69 με δόλο ή με βαριά αμέλεια. 

Τέλος, εάν δεν έχουν παραβιαστεί υπαιτίως οι ανωτέρω υποχρεώσεις (διευκρινίζεται εκ του νόμου ότι η αδυναμία γνώσης της απώλειας, κλοπής ή υπεξαίρεσης πριν την διενέργεια πράξης πληρωμής κατά κανόνα οδηγεί στην μη υπαίτια παραβίαση της υποχρέωσης ενημέρωσης), ο πελάτης της Τράπεζας δικαιούται το πλήρες κεφάλαιο που μεταφέρθηκε. 

Ως προς την έννοια της βαριάς αμέλειας, ήδη η οδηγία ΕΕ 2015/2366 διευκρινίζει στην αιτιολογική της πρόταση ότι η ελαφρά αμέλεια είναι η «κανονική» αμέλεια και ότι απαιτούνται ειδικές περιστάσεις για να διαγνωσθεί η ύπαρξη βαριάς αμέλειας, όπως η φύλαξη των διαπιστευτηρίων για την έγκριση της πράξης πληρωμής δίπλα στο μέσο πληρωμής. Συγκεκριμένα, η αιτιολογική έκθεση διαλαμβάνει τα ακόλουθα (σημείο 72): «Για να εκτιμηθεί αν υπάρχει αμέλεια ή βαριά αμέλεια του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις. Τα αποδεικτικά στοιχεία και ο βαθμός της καταγγελλόμενης αμέλειας θα πρέπει να αξιολογούνται βάσει του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, ενώ η έννοια της αμέλειας συνεπάγεται παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας, με τον όρο βαριά αμέλεια θα πρέπει να νοείται κάτι βαρύτερο από την απλή αμέλεια, που θα αφορά μορφές συμπεριφοράς που παρουσιάζουν σημαντικό βαθμό έλλειψης επιμέλειας, παραδείγματος χάριν η περίπτωση όπου τα διαπιστευτήρια που χρησιμοποιούνται για την έγκριση πράξης πληρωμής φυλάσσονται δίπλα στο μέσο πληρωμής κατά τρόπο ανοικτό και ευχερώς ανιχνεύσιμο από τρίτους. 

Οι συμβατικοί όροι και οι όροι παροχής και χρήσης ηλεκτρονικού μέσου πληρωμών που θα συνεπάγονταν αύξηση του βάρους της απόδειξης έναντι του καταναλωτή ή μείωση του βάρους της απόδειξης έναντι του εκδότη, θα πρέπει να θεωρούνται άκυροι. Εξάλλου, σε ειδικές περιπτώσεις και ιδίως στις περιπτώσεις όπου το μέσο πληρωμής δεν είναι παρόν στο σημείο πώλησης, όπως στην περίπτωση των ηλεκτρονικών πληρωμών, είναι σκόπιμο να απαιτείται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει αποδείξεις της καταγγελλόμενης αμέλειας, δεδομένου ότι τα μέσα που διαθέτει ο πληρωτής είναι πολύ περιορισμένα σε αυτές τις περιπτώσεις.”. Περαιτέρω, για την ειδικότερη διευκρίνιση της βαριάς αμέλειας σε περίπτωση απάτης, κρίσιμο είναι εάν εφαρμόζεται σύστημα ισχυρής ταυτοποίησης (άρθρο 96 ν. 4537/2018). Δεδομένου ότι στην ισχυρή ταυτοποίηση απαιτείται πάντοτε διαδικασία δύο σταδίων, βαρεία αμέλεια θα νοείται, κατά κανόνα, μόνο στην περίπτωση που ο εξαπατηθείς πληρωτής παράσχει στους δράστες της απάτης τα απαιτούμενα μέσα και των δύο σταδίων (π.χ. όνομα χρήστη και κωδικό αφενός, OTP για μεταφορά κεφαλαίου αφετέρου). Αν αντιθέτως, ο εξαπατηθείς πληρωτής παράσχει στους δράστες πληροφορίες μόνο για το ένα από τα δύο στάδια (π.χ. μόνο όνομα χρήστη και κωδικό), τότε η αμέλεια που τον βαρύνει θα πρέπει να κρίνεται κατά κανόνα ελαφρά, καθότι ο πληρωτής δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ότι το έτερο μέρος θα αποκτήσει πρόσβαση, με δικά του μέσα, και στο έτερο στάδιο (π.χ. γνώση κωδικού OTP), ώστε να πετύχει την μεταφορά κεφαλαίων. 

Στην ανωτέρω περίπτωση, λόγω κρίσιμης ομοιότητας, θα πρέπει να υπαχθεί και η περίπτωση στην οποία ο εξαπατηθείς πληρωτής παρέχει εξ ιδίων πληροφορίες τόσο όσον αφορά το όνομα χρήστη και τον κωδικό εισόδου, όσο και κάποιον κωδικό OTP, ο οποίος όμως δεν αφορά την μετακίνηση κεφαλαίου· τούτο, διότι δικαίως εμπιστεύεται ο πληρωτής ότι τα όσα έχει γνωστοποιήσει σε τρίτο μέρος δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μετακίνηση κεφαλαίου (ΜΠρΡοδόπ 4/2023, Εφαρμ. Αστ. Δικαίου 2023, σελ. 355). 

Με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων ιστορεί ότι τυγχάνει πελάτης της εναγόμενης τράπεζας, στην οποία διατηρεί το με αριθμό ........... τραπεζικό λογαριασμό, τυγχάνει δε συγχρόνως και χρήστης της υπηρεσίας Internet/Web Banking. Ότι την 4-8-2022, βρισκόταν στην Γερμανία και ώρα 10:54 μ.μ., έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το οποίο τον πληροφορούσε για μεταβολή του ορίου μεταφορών, ενώ στις 22:30 ώρα Ελλάδας έλαβε και δεύτερο μήνυμα που τον πληροφορούσε ότι ολοκληρώθηκε η μεταφορά ποσού 15.000,00 ευρώ σε λογαριασμό τρίτου. Ότι επιχείρησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με την εναγόμενη, πλην όμως αυτό δεν κατέστη εφικτό διότι κατά την χρονική εκείνη περίοδο η υπηρεσία τηλεφωνικής εξυπηρέτησης της εναγόμενης λειτουργούσε μόνο μέχρι τις 22:30. Ότι στην συνέχεια διαπίστωσε ότι είχαν αποσταλεί στο κινητό του τηλέφωνο και διάφορα μηνύματα για κωδικούς OTP για ενέργειες τις οποίες δεν είχε ζητήσει ο ίδιος ούτε είχε χρησιμοποιήσει τους κωδικούς αυτούς. Ότι το μόνο που είχε κάνει νωρίτερα εκείνη την ημέρα ήταν να προσπαθήσει να πληρώσει μέσω της πλατφόρμας BOOKING το αντίτιμο για κάποια κράτηση που έκανε, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε διότι δεν κατάφερε να συνδεθεί με τον λογαριασμό του. Ότι το επόμενο πρωί επικοινώνησε με την εναγόμενη και έγινε πάγωμα του λογαριασμού ηλεκτρονικής τραπεζικής και στην συνέχεια τον παρέπεμψαν στο ειδικό τμήμα της εναγόμενης που θα διερευνούσε την υπόθεσή του, γεγονός που δεν έγινε ποτέ και έτσι αναγκάστηκε να μεταβεί αυτοπροσώπως σε κατάστημα την 9-8-2022 προκειμένου να υποβάλει αίτηση για την αμφισβήτηση της συναλλαγής. Ότι παρά τις οχλήσεις προς την εναγόμενη, αυτή δεν αποδέχθηκε την ευθύνη της και δεν του επέστρεψε το ανωτέρω ποσό με το οποίο ο ενάγων έχει ζημιωθεί. 

Με βάση τα προπαρατεθέντα πραγματικά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 15.000,00 ευρώ για την θετική ζημία που έχει υποστεί, καθώς και το ποσό των 1.000,00 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. 

Η υπό κρίση αγωγή, με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14παρ. 1α, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 8 του Ν 2251/1994, άρθρα 2, 4, 48 επ. ν. 4537/2018, 282, 288, 330, 713 επ., 822 επ., 345, 346 ΑΚ, 907, 908, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ως προς την σωρευόμενη αδικοπρακτική της βάση και το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η άρνηση της τράπεζας να αποδώσει το ποσόν της κατάθεσης που απεστάλη με ηλεκτρονική εντολή εμβάσματος, στο δικαιούχο καταθέτη δεν συνιστά αδικοπραξία, ακόμα και αν είναι αδικαιολόγητη αλλά δημιουργεί ευθύνη αυτής από τη σύμβαση κατάθεσης βάσει των διατάξεων των άρθρων 830 και 827 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων του Ν. 4537/2018, 297, 298, 299, 346 και 713, 714, 681 επ. του ΑΚ και υπερημερία με όλες τις συνέπειες της υπερημερίας σε περίπτωση χρηματικής οφειλής (άρθρ. 345 ΑΚ). Όσα δε ισχυρίζεται ο ενάγων στο αγωγικό του δικόγραφο, και αληθή υποτιθέμενα, αφορούν αθέτηση της ενοχικής σύμβασης ανώμαλης παρακαταθήκης εκ μέρους της εναγόμενης και δεν μπορούν να στηρίξουν αποζημιωτική από αδικοπραξία πρωτογενή ευθύνη της, εφόσον οι σχετικές ενέργειες αυτής, διαπραττόμενες χωρίς τη σύμβαση, δεν είναι παράνομες, ως μη αντικειμενικώς στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο (άρθρο 914 ΑΚ) γενικό καθήκον του να μην ζημιώνεται άλλος υπαίτια (βλ. ΟλΑΠ 767/1973, ΑΠ 334/2015, Β. Βαθρακοκοΐλη «ΕΡΝΟΜΑΚ», τόμος Γ΄, ημίτομος Γ΄, υπό άρθρο 914, παρ. 20, σελ. 263). Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαραίτητο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. υπ’ αρ. ... ηλεκτρονικό παράβολο) και προσκομίζεται το από 18-12-2023 έντυπο έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019. 

Από το σύνολο του προσκομιζόμενου με τις προτάσεις των διαδίκων αποδεικτικού υλικού, ήτοι το περιεχόμενο όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, για κάποια από τα οποία από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς όμως κάποιο από αυτά να παραλειφθεί για την κατ’ ουσίαν διάγνωση της διαφοράς, από τα εμπεριεχόμενα σε φορητή συσκευή αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων (cd) αρχεία ήχου (καταγραφές τηλεφωνικών συνομιλιών), που λαμβάνεται υπόψη ως ιδιωτικό έγγραφο κατ’ άρθρο 444 παρ. 1 περ. γ’ και παρ. 2, 444 παρ. 2 ΚΠολΔ, του οποίου η γνησιότητα ουδόλως αμφισβητήθηκε (άρθρο 457 ΚΠολΔ), από τις με αριθ. πρωτ. ΔΣΑ_ΕΒ_0031656_2023/5-12-2023 και ΔΣΑ_ΕΒ_0031995_2023/18-12-2023 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος απόδειξης ........, ενώπιον της Δικηγόρου Αθηνών Σταυρούλας Παρμάκη, η οποία δόθηκε κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εναγόμενης, (βλ. τη με αριθ. ...../12-12-2023 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, Ιωάννη Παπακωνσταντίνου), από τη με αριθ. ..../8-12-2023 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ανταπόδειξης ........ ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Έλλης Καλλιτσουνάκη, η οποία δόθηκε κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντα (βλ. τη με αριθ. ....../4-12-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Αθανάσιου Γεωργαντόπουλου), από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη και από τις ομολογίες των διαδίκων, κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: 

Ο ενάγων διατηρεί στην εναγόμενη τον υπ’ αρ. ...... τραπεζικό λογαριασμό, τυγχάνει δε συγχρόνως και χρήστης της υπηρεσίας Internet/Web Banking. Στις 4-8-2022, ενώ ο ενάγων βρισκόταν για διακοπές στην Γερμανία, και ώρα 10:54 έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την εναγόμενη με το οποίο τον ενημέρωνε ότι έγινε αλλαγή στο ημερήσιο όριο συναλλαγών του, ενώ στις 10:58 έλαβε δεύτερο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι ολοκληρώθηκε η άμεση μεταφορά ποσού 15.000,00 ευρώ σε λογαριασμό ***827 προς την BELFIUS BANK SA/NV. Για τις ανωτέρω ενέργειες είχαν σταλεί κατά τον ίδιο χρόνο και πολλαπλά μηνύματα με κωδικούς μιας χρήσης OTP στο δηλωμένο από τον ενάγοντα κινητό του τηλέφωνο, χωρίς ο ενάγων να έχει αιτηθεί τις συγκεκριμένες ενέργειες και χωρίς να καταχωρήσει σε κάποιο ιστότοπο τους κωδικούς ταυτοποίησής του και τους κωδικούς μιας χρήσης OTP. Συνέπεια των ανωτέρω ήταν να απομειωθεί ο τραπεζικός λογαριασμός του ενάγοντος με το ποσό των 15.000,00 ευρώ. Ο ενάγων αν και είδε αμέσως τα ανωτέρω μηνύματα και προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με την εναγόμενη ήδη από το πρώτο μήνυμα, αυτό δεν κατέστη εφικτό διότι η τηλεφωνική εξυπηρέτηση της εναγομένης είχε ωράριο λειτουργίας, κατά το χρονικό διάστημα εκείνο, την 22:30 ώρα Ελλάδας, γεγονός που δεν αρνείται η εναγομένη. Την επόμενη ημέρα το πρωί και ώρα 8:39 π.μ. ο ενάγων κατόρθωσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με την εναγομένη, αναφέροντας στην εκπρόσωπό της το περιστατικό και η τελευταία προέβη σε κλείδωμα του λογαριασμού ηλεκτρονικής τραπεζικής του ενάγοντα και του συνέστησε να περιμένει να τον καλέσουν από το αρμόδιο τμήμα της τράπεζας που θα διερευνούσε την υπόθεσή του. Ωστόσο, το αρμόδιο τμήμα δεν επικοινώνησε μαζί του και έτσι μετά από πολλές προσπάθειες για τηλεφωνική επικοινωνία αναγκάστηκε στις 8-8-2022 να στείλει φιλικό του πρόσωπο στο υποκατάστημα Μελισσίων για να ενημερώσει την εναγομένη για το περιστατικό και να μεταβεί την επόμενη ημέρα 9-8-2022 ο ίδιος στο ανωτέρω υποκατάστημα προκειμένου να υπογράψει τα απαραίτητα έγγραφα για την αμφισβήτηση της συναλλαγής. 

Η εναγομένη, με την από 30-11-2022 επιστολή της, ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι οι υπό αμφισβήτηση συναλλαγή πραγματοποιήθηκε μετά από ισχυρή ταυτοποίηση του χρήστη με την χρήση των προσωπικών του κωδικών αναγνώρισης, ότι η εναγομένη έπραξε όλες τις αναλογούσες σε αυτή ενέργειες και δη ότι απέστειλε αίτημα ακύρωσης στην αλλοδαπή τράπεζα BELFIUS BANK SA/NV, για το οποίο δεν έλαβε καμία απάντηση και ότι δεν υπέχει καμία περαιτέρω ευθύνη. Ο ενάγων δε έχει ήδη καταθέσει μήνυση κατά αγνώστου για τις ανωτέρω παράνομες ενέργειες. 

Στην προκειμένη περίπτωση, απεδείχθη ότι η ανωτέρω συναλλαγή ήταν αποτέλεσμα παράνομης συμπεριφοράς τρίτου ή τρίτων προσώπων, αγνώστων λοιπών στοιχείων έως σήμερα, τα οποία προέβησαν στην παράνομη συναλλαγή χρεώνοντας τον λογαριασμό του ενάγοντα με το ως άνω χρηματικό ποσό. Η αδικοπραξία αυτή έχει τελεστεί σε βάρος της εναγόμενης τράπεζας, η οποία είναι κυρία των χρημάτων και της οποίας η περιουσία βλάπτεται από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου ή των τρίτων, όμως η εναντίον της ενοχική αξίωση του ενάγοντα από τη σύμβαση της ανώμαλης παρακατάθεσης παραμένει άθικτη και η εναγόμενη τράπεζα με το να αρνείται να αποδώσει σε αυτόν το ανωτέρω χρηματικό ποσό, και αν ακόμη αυτά έχουν αφαιρεθεί από τρίτο με αξιόποινη πράξη, συνιστά αθέτηση συμβάσεως εκ μέρους της, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω στην μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, η επίδικη πράξη πληρωμής δεν ήταν συναλλαγή από τον ενάγοντα. Ο δε ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η επίδικη συναλλαγή είχε λάβει έγκριση από τον ενάγοντα μετά από ισχυρή ταυτοποίηση ταυτοποίησης με την χρήση ειδικού κωδικού «ΟΤΡ» που εστάλη με sms στο κινητό του, δεν συνιστά απόδειξη της έγκρισης του πρώτου των εναγόντων, καθόσον όπως είναι κοινώς γνωστό, οι ηλεκτρονικές απάτες δύνανται να πραγματοποιηθούν ακόμη και χωρίς την συμμετοχή των δικαιούχων των λογαριασμών. Κατά συνέπεια η επίδικη συναλλαγή, δεν ήταν εγκεκριμένη από τον ενάγοντα και συνεπώς, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής, ήτοι η εναγόμενη τράπεζα, μετά και την άμεση και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση ειδοποίηση του ενάγοντα, όφειλε να του επιστρέψει αμέσως και σε κάθε περίπτωση το αργότερο έως το τέλος της επόμενης εργασίμης ημέρας το χρηματικό ποσό της μη εγκεκριμένης απ’ αυτόν συναλλαγής. Το γεγονός δε ότι το ηλεκτρονικό σύστημα της εναγόμενης αναγνώρισε ως πληρωτή τον ενάγοντα, δεν καθιστά εκ των ων ουκ άνευ «εγκεκριμένη» την πράξη πληρωμής, όπως συνάγεται από την § 2 του άρθρου 72 του νόμου 4537/2018. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι για να κριθεί το «εγκεκριμένο» μιας πράξεως πληρωμής θα αναζητηθεί αν η συναλλαγή έχει πράγματι γίνει από τον ίδιο τον πληρωτή ή από τρίτο πρόσωπο του κύκλου επιρροής του στο οποίο είχε παραχωρήσει δικαίωμα να χρησιμοποιεί τους κωδικούς του και τη συσκευή του, και δεν είναι αρκετή η εικαζόμενη «έγκριση», ήτοι εκείνη που τεκμαίρεται από την τήρηση όλης της σειράς των διαδικασιών ταυτοποίησης, που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, η οποία (τήρηση της διαδικασίας), όπως αναφέρεται στην διάταξη, δεν αποτελεί αναγκαστικά, από μόνη της επαρκή απόδειξη ότι ο πληρωτής είχε πράγματι εγκρίνει την πράξη πληρωμής. Ούτε επίσης, το γεγονός ότι εστάλησαν στο κινητό του ενάγοντος ενημερωτικά μηνύματα για την εκτέλεση των συναλλαγών, δεν συνιστά απόδειξη ότι ο χρήστης έχει ενεργήσει με δόλο ή δεν έχει εκπληρώσει από πρόθεση ή βαριά αμέλεια μία ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις του άρθρου 69 του σχετικού νόμου. Διαφορετικά, αν ήθελε γίνει δεκτή η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η πράξη πληρωμής θεωρείται «εγκεκριμένη», εφόσον έγινε η ταυτοποίηση του πληρωτή με την χρήση όλων των ως άνω κωδικών, τότε δεν θα είχε λόγο η § 2 του άρθρου 72 του ως άνω νόμου, η οποία υφίσταται ακριβώς για να καταδείξει την σημασία της πραγματικής έγκρισης της συναλλαγής και όχι την τεκμαιρόμενη με βάση το συμφωνηθέν μέσο πληρωμών

Απόκλιση από τους παραπάνω κανόνες βάρους απόδειξης εις βάρος του χρήστη με συμβατικούς όρους δεν επιτρέπονται και σε περίπτωση που αυτοί περιληφθούν στην οικεία σύμβαση είναι άκυροι (βλ. 72η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ για τις υπηρεσίες πληρωμής που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν. 4537/2018). Σημειώνεται, ότι η εναγόμενη, η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης της ύπαρξης βαριάς αμέλειας από την πλευρά του ενάγοντος, δεν κατάφερε να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις που να θεμελιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό, καθώς μόνο το γεγονός της τήρησης της διαδικασίας ταυτοποίησης δεν αρκεί. 

Επιπλέον, το γεγονός ότι ο ενάγων επιχείρησε την ίδια ημέρα να κάνει πληρωμή μέσω της πλατφόρμας BOOKING, για την οποία καταχώρησε κωδικό ασφαλείας, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε στο από 9-8-2022 αίτημα αμφισβήτησης συναλλαγής, δεν αποδεικνύει ότι αυτός ενήργησε αμελώς, ούτε ότι καταχώρησε ο ίδιος τους εκάστοτε κωδικούς OTP σε ύποπτες ιστοσελίδες. Άλλωστε, για την συγκεκριμένη συναλλαγή με την πλατφόρμα BOOKING, είχαν αποσταλεί στο κινητό του ενάγοντος ξεχωριστά μηνύματα με κωδικούς OTP, τα οποία δεν έχουν σχέση με τα μηνύματα OTP για την έγκριση της επίδικης παράνομης συναλλαγής. Αντίθετα, το γεγονός ότι εστάλησαν, στο κινητό του ενάγοντος και στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, ενημερωτικά μηνύματα για την εκτέλεση των συναλλαγών, τα οποία αυτός διάβασε αμέσως και προσπάθησε να επικοινωνήσει με την εναγόμενη χωρίς αποτέλεσμα, λόγω του ωραρίου λειτουργίας της υπηρεσίας τηλεφωνικής της εναγόμενης, ενώ επικοινώνησε με την εναγόμενη αμέσως το επόμενο πρωί, δεν καθιστά αμελή την συμπεριφορά του. Για να φέρουν οι ενέργειές του την μορφή της βαριάς αμέλειας, θα έπρεπε αυτός να έχει διαβάσει αμέσως μόλις τα έλαβε τα μηνύματα και να επέλεξε να αδιαφορήσει, γεγονός που από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε. 

Τέλος, μόνος ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι οι συναλλαγές διενεργήθηκαν με χρήση των κωδικών ισχυρής ταυτοποίησης, δεν συνιστά απόδειξη πραγματικού ελέγχου των ηλεκτρονικών συστημάτων της τράπεζας για τυχόν παραβάσεις και υποκλοπές και επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Συνεπώς, η εναγόμενη με την άρνησή της να επιστρέψει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό της αμφισβητούμενης συναλλαγής, του έχει προκαλέσει ζημία ύψους 15.000,00 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ (15.000,00€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως. Περαιτέρω, το αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό, καθόσον, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εναγόμενη λόγω της ήττας της στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντα (άρθρο 176 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το κατάλογο εξόδων που αυτός κατέθεσε με τις προτάσεις του, και τον οποίο δεν αμφισβήτησε η εναγόμενη. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή. 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ (15.000,00€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως. 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή. 

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (548,27€). 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3-11-2025. 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ